- κατακολλώ
- κατακολλῶ, -άω (Α)1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν»)3. συνάπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακόλλῳ — κατάκολλος mixed with glue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατακόλλησις — κατακόλλησις, ἡ (Μ) [κατακολλώ] η τέλεια κόλληση … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek